- σκοτοποιός
- σκοτο-ποιός, όν,A making darkness, Prisc.Lyd.8.15, Sch.E.Ph.950: hence [suff] σκοτο-ποιέω, Sch. Il.20.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτοποιός — making darkness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτοποιός — ὁ, Α αυτός που επιφέρει σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + ποιός*] … Dictionary of Greek
σκοτοποιόν — σκοτοποιός making darkness masc/fem acc sg σκοτοποιός making darkness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτοποιῷ — σκοτοποιός making darkness masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σκοτοποιΐα — ἡ, Α [σκοτοποιός] η δημιουργία σκοταδιού … Dictionary of Greek
σκοτοποιῶν — σκοτοποιέω making darkness pres part act masc nom sg (attic epic doric) σκοτοποιός making darkness masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)